Ο καρκινικός πόνος αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο τόσο για τους ασθενείς όσο και για τους επιστήμονες, εάν λάβουμε υπόψη μας ότι 64% των ασθενών με καρκίνο αναφέρουν πόνο σε όλες τις φάσεις της νόσου, 59% των ασθενών αναφέρουν πόνο κατά τη διάρκεια της αντινεοπλασματικής αγωγής και 33% των ασθενών αναφέρουν πόνο ακόμη και μετά τη ριζική τους θεραπεία. Η ίδια η φύση της νόσου αλλά και οι αντινεοπλασματικές θεραπείες αποτελούν για τον ασθενή πηγή άγχους (φόβος του πόνου, φόβος του θανάτου, αβεβαιότητα για το μέλλον, απώλεια της αξιοπρέπειας και του ελέγχου του σώματος), πηγή συναισθηματικής απελπισίας (απώλεια κοινωνικής θέσης, εργασίας ή και εισοδήματος, απώλεια του ρόλου στην οικογένεια, χρόνια κόπωση, εξωτερική παραμόρφωση) ή και πηγή θυμού (εμπλοκή σε χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες, θεραπευτική ανεπάρκεια). Από την άλλη πλευρά, δεν θα ήταν υπερβολή εάν υποστηρίζαμε ότι ο πόνος σήμερα αντιμετωπίζεται πλήρως, όσο σοβαρός και αν είναι, από όποια αιτία κι αν προέρχεται.
Κατά συνέπεια, είναι λυπηρό να συναντά κανείς συνανθρώπους μας εξαντλημένους συναισθηματικά, ψυχικά, σωματικά αλλά πολλές φορές και οικονομικά, λόγω κακής ενημέρωσης, λόγω ολιγωρίας στην αναζήτηση της κατάλληλης θεραπευτικής φροντίδας για την εξάλειψη του καρκινικού πόνου, με τις τόσες ψυχολογικές, σωματικές και συναισθηματικές προεκτάσεις, ενός προβλήματος που επηρεάζει ίσως όσο κανένα άλλο την ποιότητα ζωής και την αξιοπρέπεια των ασθενών. Ειδικά στη χώρα μας, οι ασθενείς φαίνεται να έχουν μικρή έως καθόλου πρόσβαση σε νοσηλευτικά ιδρύματα ή υπηρεσίες οπότε υποχρεούνται ή και συνειδητά επιλέγουν την κατ’ οίκον νοσηλεία, συνεπικουρούμενοι κυρίως από συγγενείς, η πλειονότητα των οποίων δεν έχει ενημέρωση για τα κέντρα πόνου ή εάν γνωρίζει ότι υπάρχουν δεν ξέρει πώς να τα προσπελάσει.